иждивенческий - ορισμός. Τι είναι το иждивенческий
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι иждивенческий - ορισμός


иждивенческий      
ИЖДИВ'ЕНЧЕСКИЙ, иждивенческая, иждивенческое. см. иждивенский
.
иждивенческий      
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: иждивенчество, иждивенец, иждивенка, связанный с ними.
2) Свойственный иждивенчеству, иждивенцу, иждивенке, характерный для них.
иждивенчески      
нареч.
Как свойственно иждивенцу, как характерно для него.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για иждивенческий
1. "Нам необходимо искоренять иждивенческий подход, мы - не общество потребителей.
2. Иждивенческий настрой большинства чукчей, похоже, уже не побороть.
3. "Нам навязывают иждивенческий подход к жизни, -- заявил мэр Новосибирска.
4. А зачастую полукриминальный и иждивенческий характер власти в Тирасполе ставил Москву в неудобное положение.
5. "Гарантия будет стимулировать упрощенный подход к выдаче кредитов самим агентством,- полагает он.-- Да и у самих муниципалитетов может сформироваться иждивенческий подход к расходованию полученных денег.
Τι είναι иждивенческий - ορισμός